- μερέμα
- το приручение (животных)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μέρεμα — το βλ. ημέρευμα … Dictionary of Greek
ημέρευμα — και μέρεμα, τὸ [ημερεύω (ΙΙ)] η ημέρευση … Dictionary of Greek
ημέρευση, η — και (η)μέρεμα, το ατος 1. τιθάσευση, εξημέρωση. 2. εξευγενισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)